- κούνημα
- το, -ατος1. σάλεμα, ταλάντευση, μετατόπιση.2. σεισοπυγισμός: Τα κουνήματά της δείχνουν πως είναι απ' εκείνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κούνημα — το [κουνώ] 1. λίκνισμα, σάλεμα 2. αιώρηση, ταλάντευση 3. τράνταγμα, κλονισμός 4. νεύμα 5. στον πληθ. τα κουνήματα θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια … Dictionary of Greek
λίκνισμα — το [λικνίζω] 1. παλινδρομική κίνηση τής κούνιας τού μωρού, το κούνημα τής κούνιας 2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα … Dictionary of Greek
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
κλονισμός — ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) [κλονίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλονίζω*, κούνημα, τράνταγμα 2. μτφ. διαταραχή, διασάλευση («κλονισμός τής υγείας») 2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών… … Dictionary of Greek
κούνισμα — κούνισμα, τὸ (Μ) κούνημα, δόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. κούνησα τού κουνώ κατά το σχήμα κλονίζω: κλονώ] … Dictionary of Greek
παρασάλεμα — ατος, το μικρή κίνηση, μετακίνηση, κούνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σάλεμα] … Dictionary of Greek
πελαγισμός — ὁ, Α [πελαγίζω] 1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος 2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος … Dictionary of Greek
σέικ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) είδος χορευτικής μουσικής και χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shake «κούνημα, τίναγμα» < ρ. shake «σείω, κουνώ»]. (II) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) ωκεαν. κυματανάπαλση, ρυθμική ταλάντωση τού νερού σε μια λίμνη ή σε μια μερικώς… … Dictionary of Greek
σείσμα — το / σεῑσμα, ΝΜΑ, και σεῑσμαν Μ [σείω] η σείση νεοελλ. μσν. λίκνισμα, κούνημα τού σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.) αρχ. συν. στον πληθ. τὰ σείσματα ψευδής κατηγορία για εκβιασμό … Dictionary of Greek
ταρακούνημα — το, Ν [ταρακουνώ] πολύ ισχυρό κούνημα, συγκλονισμός … Dictionary of Greek